- βιομάζα
- biomasse
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βιομάζα — Το βάρος ή η μάζα των ατόμων ενός είδους οργανισμών που βρίσκονται σε έναν βιότοπο ανά μονάδα επιφάνειας ή όγκου. Ο καθορισμός της μονάδας μέτρησης που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από το μέγεθος των οργανισμών και από την έκταση της περιοχής… … Dictionary of Greek